ηπειρώτικο


I


Στὴν Ἢπειρο
ἡ ὥρα τῆς αὐγῆς στιγμὴ
ἦχος 
τοῦ στεναγμοῦ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἔρωτα
ἀπὸ τὴν κόκκινη καρδιὰ τοῦ μαύρου κότσυφα
κι᾽ ἀπὸ τὸ σπλάχνο τοῦ πουλιοῦ ποὺ λέει τὰ χρώματα

Θεὸς πελώριος ἀφήνει στὸ κατόπι δρόμο λάλο
διαβαίνει τοὺς λυγμοὺς τῆς νύχτας καβαλάρης
στήνει μὲ κεραυνό μὲ πάταγο
τὴν καλυβούλα τοῦ φωτὸς ψηλά πίσω ἀπ΄ τὸν ἥλιο
στὰ σκοτάδια
Δὲν λογαριάζει σύμφωνα    λαλεῖ λαλεῖ
καὶ δὲν κοντανασαίνει
παρὰ ἐκεῖ ὅπου ὁ ἀλαργινὸς ὁ φθόγγος
ἄϊ, ἄϊ, οὐουου, οὐουου
ἀφήνει τόπο στὸν ψιλὸ λυγμό
στὸ μοιριολόϊ
ὁμολογεῖ τὴν καλημέρα στὸ τοπίο
σὲ  ἄλλον θεὸ χαμογελᾶ

ἀγριεύει


II


Ἄπειρος πόνος
νύχια ἀηδονιοῦ μπηγμένα στό λιθάρι
ἀδράχνουν τὸ τοπίο ἀπ᾽ τὸν λαιμὸ
πνίγουν στὰ πέριξ τὰ χωριὰ
ὣς πέεεερα μακρυά δυὸ ντέρτια δρόμο
ἄϊ ἄϊ, τὸ ντέφι ἄναψε φωτιὰ
τὸ σύμπαν ὅλο ἕνα κερὶ στὸ κοιμητήρι τῆς ζωῆς
φωτιὰ καὶ πυρκαγιὰ σ᾽ ὅλον τὸν τόπο
μέσα κι᾽ ἔξω

Χιόνι ἀπόψε
Καὶ στὴν ἐξώθυρα ὁ θεούλης πεινασμένος
γιὰ ψωμὶ κι᾽ ἀγάπη
Σκυλὶ μὲ τὰ δικά του ἄχ νὰ τρέμει ν᾽ ἀλυχτᾶ
νὰ δίνει μίτο στὸν λαβύρινθο ἐκείνης τῆς ψυχῆς
πού ἀνηφόρισε τὸ δύσκολο τῶν ἤχων
τῶν κραυγῶν τῆς μέρας
ὅταν γεννάει τὴν αὐγὴ
τὸ θεῖο
ὅταν γεννιέται ἕνας Χριστὸς ἢ
ἕνα τραγούδι ἠπειρώτικο

ὅταν λαλεῖ κλαρίνο


β’


Αὐτή η χώρα
ἑνὸς ἐλάχιστου
καὶ τοῦ περπατημένου ἀπὸ μυρμήγκια σβώλου
ὁ βόγκος
καθώς γεννοβολάει ἁπλότοπα βουνὰ
τοὺς λόγγους πλάθει καὶ τὰ δάση
γιὰ νὰ στολίσει τὸ κορμὶ τῆς γῆς
καὶ γιὰ νὰ δώσει διάβα στὴν ὁρμὴ τοῦ λάκκου
στοῦ ποταμοῦ τόν ίμερο
ὅταν τὸ ταπεινὸ δημιουργεῖ τὸ μέγα


γ’


Ὅλοι διαβῆκαν ἀπὸ ᾽δῶ
Χώμας Νερὸς Χειμώνας Δίψας 
περάσαν ἔμειναν ξανὰ χαθῆκαν
μὰ πάντα ἡ φοβέρα ἀρσενικό:
ὁ χωροφύλακας ὁ κράτος ὁ ἀφέντης
Μιά δράκα οἱ πεινασμένοι ἦσαν/
λόφοι ὀλίγοι καὶ γυμνοὶ
πού δρασκελίσανε τὴ γέννα καὶ πάλι ἐκεῖ μείνανε
Στὴν Ἤπειρο
Ὑπνοβατοῦνε τώρα
ζυμώνουν τὰ ἡφαίστεια
Βουνὸ ἡ ἀνημπόρια δύσβατα ὂρη πιὰ

κεράσια δίδυμα στ᾽ αὐτὶ τῆς κόρης/
χαλινάρια
καθὼς τὸ πετεινὸ κινεῖ τὴ μέρα καὶ τὸ φῶς
κι᾽ ἀναζητεῖ τὴν ἄλλη ὄψη τους
στὴν ἴδια πάλι τὴν ἀγρύπνια

αὐτὸς ὁ πόνος
σβῶλος
Πόνος εἰ
Μεταλαβιὰ



IΙΙ

α’


Ἐδῶ ὁ σεισμὸς καὶ ἡ ὀργὴ τῆς φύσης
τὸ ξύσιμο στῆς γῆς τὴ ράχη ἀπὸ θεό
μὰ πάνω ἀπ᾽ ὅλα τὸ σημάδι τοῦ ἐρχομοῦ
τοῦ φίλου     τοῦ καλοῦ
Τὸ μήνυμα ἀπ᾽ τὰ ἐπέκεινα τοῦ βίου
γιὰ τὸ χαμὸ γιὰ τὴ ζωὴ γιὰ τὸ φιλὶ
καὶ τὴ στερνή τή σιωπὴ
μὴ καὶ φανοῦμε ἀτοίμαστοι
χωρὶς φασκιὰ καὶ λάκκο κι᾽ ἀγκαλιὰ χωρίς
Καί ὁ σεισμὸς γιορτὴ στὸ σπίτι 
ὅταν ἡ πέτρα ἡ μιά χοροπηδάει στὴν ἄλλη ἀπάνω
μὲ τὴ χαρὰ τῆς γνωριμιᾶς
τῆς καλημέρας
καθὼς ἐκεῖνο ὁλάκερο ἀνασαλεύει
ἀναστενάζει κάνα δυό
σέρνει τὰ νύχια του αὐλακιὰ

Στάζει ἡ πέτρα τὸ αἷμα της
τὸ μοιριολόι φτιάχνει τοῦ χωριοῦ
καὶ τὸ τραγούδι
Σεισμὸς στὰ θεμέλια γίγαντας
ἀνασκουμπώθηκε
ἡσύχασε
σὰν χθεσινὴ ἡμέρα

Σὰν πάντα ἡ θλίψη
Σὰν ἄγριος ἔρωτας


β’


Στὴν Ἤπειρο
τὰ σπίτια ἡ μιά σταλιὰ οὐρανὸς
Ὁ τράχηλος τοῦ ὁρίζοντα
Τὰ σπίτια
ἕνα πελώριο τσιμπούκι
πάππου πρὸς πάππου νὰ καπνίζει τὸν καημὸ
μέχρι νὰ τὸν φυράνει νὰ κάνει τόπο ὕστερο
στὴν περιφρονημένη ἀγάπη
νὰ παιδευτεῖ τὸ μοιρολόγι

ν᾽ ἁπλώσει τὰ σκουτιὰ του ὅλα σὲ γιορτάσι
στὶς χωραφιὲς καὶ στὰ προσήλια
καὶ στὰ συμβάντα τοῦ τοπίου

ν᾽ ἀρχινήσει


γ’


Στόν τόπο αὐτόν  τὰ σπίτια
εἶναι ἀδειανὰ κοχύλια σὲ βουνό
Ὅσα  δὲν χώραγε ἡ θάλασσα
ἀντάρτεψαν
Ὀρθώνονται παντοῦ
ὅπου θολὰ ἢ λαμπερὰ κινᾶ ἡ μέρα
κι ὅπου εὐλαβικὰ ἐσπερίζει
Κινοῦνται δῶθε κεῖθε σὰν
σὰν ἥμερα θεριὰ σὲ δάσος ἀγριεμένο
καὶ συλλέγουν
Ἀσπάζονται τὸν χθόνιο ἦχο
τὸ ντέφι τὸ βιολὶ καὶ τὸ κλαρίνο
καὶ τοῦ κλαριοῦ τοὺς ψίθυρους
Τοῦ ξύλου τὸν τριγμὸ ἀφουγκράζονται
βαθιὰ μὲς στὴ δεσιά τους
καθὼς ἁρμολογεῖ τὰ χρόνια του
μὲ τὸ σαράκι



IV

α’


Ὁρμοῦν  ἀπ᾽ τὰ πολὺ ψηλὰ τὰ χιόνια
καὶ σέρνουν βράχους λόφους κουβαλοῦν
ἀκούνητους ἀπ᾽ τὸν καιρὸ τῆς πλάσης
Λιώνουν τ᾽ ἀστέρια στὴ χούφτα στὸ νερὸ
Ὁ διακονιάρης ξεδιψᾶ ἀπὸ ζωὴ  σιγάζει ὁ πόθος
τοῦ ἔρωτα
κι᾽ ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ζεστοῦ του κόρφου
ἀνηφορίζει ἕνα σκασμένο χείλι

Ηὖραν τὰ πάθη δρόμο
Ὁλημερὶς στὸν κάτω ἴσκιο
στὸ κυδώνι
Στὸ τρύπιο μῆλο μὲ τὸν ἥλιο


β’


Ἰδοὺ οἱ μαυροφορεμένες σκέψεις ἄλλες
μιά ἀγκαλιὰ ξερόχορτα σκόρπια στὸ ἁλώνι
ἡ πυρκαγιὰ στὸ νοῦ καὶ νὰ ξανὰ
τὸ στῆθος τὸ στητό
νεράντζι στὴν τραχιὰ ἀπαλάμη
σὰν ὄνειρο γλυκὸ
χείλη στὸ πάθος ζέοντα ἀρρώστια ἀπὸ τὸν ἀφαλὸ
καὶ κάτω
λίβας ποὺ καίει ὁλοῦθε
απ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον
πυρκαγιὰ καὶ πάλι ἀπ᾽ τὴν ἀρχή

Ἴδια ἡ γεύση τῆς ἐλιᾶς στὴν παιδεμένη γλώσσα

στὴ μιά μπουκιὰ καὶ στὶς δεκάξι


γ’


Τρεῖς κρεμασμένες στὸν φτελιὰ
καὶ μιά στὸν πλάτανο
Ὁ θάνατος ὁ ἔρωτας ὁ ὁ ὁ
θάνατος ἄναψε τὰ μακριὰ δαυλιὰ γιὰ νὰ φεγγίζει ἡ νύχτα
νὰ φαίνεται καλὰ ἡ κρεμασμένη
καὶ τὰ φουστάνια της ἴσα ποὺ σκέπαζαν ψηλὰ ὣς τὰ κρυφὰ
τοὺς ἄσπρους τούς μηρούς τῆς κορασίδας
Κοντόκλαρα εἶχε κρεμαστεῖ καὶ σάλευε
θεόρατα ψηλά
πανύψηλα στὰ παιδικά μου μάτια
καθὼς νὰ προσπαθεῖ νὰ πάρει ἀνάσα στὰ κλεφτὰ
μὲς ἀπ᾽ τὶς τσέπες μας
ἀπ᾽ τὰ ξεκάλτσωτα ὄνειρα καὶ τὰ πατούμενά μας
ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας νὰ ρουφήξει
ἀπ᾽ τῶν σκυλιῶν τὸ ἀλύχτισμα
νὰ πάρει ἀέρα

σκυλιῶν ἦχοι ἀπ᾽ τὴν ἀγρύπνια
τοῦ βουνοῦ
κι᾽ ἀνήφορος μὲ Ἀηλιὰ ὂι ὂι καὶ μὲ τὸ χάρο παραμάσχαλα
ἡ ἀγάπη


δ’


Ἐδῶ ὁ τόπος
ἀπὸ καιρὸ σβησμένη ἀσβεσταριὰ
τρύπες ὁλοῦθε ἄδεια φιδορούτια ἡ πλάση μας
Τὸ βλέμμα ἕνα  βαθὺ χαντάκι ὣς τὴν ἄβυσσο
Οἱ κόρες ὀρφανές δίχως τὰ μάτια
τὰ σαράντα τοῦ ἔρωτα
Ἡ ἴριδα στὸ πλάι πλάτανος
μετὰ ἀπὸ ἀστροπελέκι
καὶ κάτι σὰν βιολὶ θλιμμένο
ἀπ᾽ τὰ πολὺ τὰ μακρινὰ
τοῦ αὔριο
σὰν ἀπὸ συναχωμένο ἀκορντεὸν
φθόγγος ἀπ᾽ τὴ σημερινὴ ἀπόγνωση

σὰν
τὸ γυμνὸ ποδάρι ποὺ ἀφήνει ἦχο καὶ τραγούδι
καθὼς ἀκροβατεῖ  στὸ μόλις ποὺ ᾽κοψαν τριφύλλι
Δες   τὸ βυζὶ τῆς κόρης ποὺ δὲν χωρεῖ σὲ χῶρο ἢ σέ τόπο
κι ἀνοίγει τριαντάφυλλο
ἀνοίγει ὁ πόθος


V

α’


Στὴν Ἤπειρο εἶναι οἱ γυναῖκες  ὄρθιες
Σκυμμένοι γίγαντες
Μαῦρες στημένες μὲ τὸ πλάι πυροστιὲς
καταμεσίς στὴ ράχη ἢ στὸν λίγο κάμπο τοῦ βουνοῦ
Ἀκουμπημένες ᾽πὰ στὸ χνῶτο του:
γιὰ νὰ στερέψουν τὴν ἀνάσα του
νὰ πάρουν γῆς νὰ δώκουν γῆς
ν᾽ ἀνηφορίσουν τὸν Ἰούνιο μὲ πεῖσμα
ἴσαμε τὸν στερνό του ἑσπερινὸ
ἴσαμε τὰ πρῶτα τοῦ Ἁλωνάρη
Νὰ πάρουν τὴν ἀνάσα του
ὣς τὸ στερνὸ φιλὶ πρὶν τὴ θηλιὰ
καὶ πρὶν τὸν πλάτανο

γιὰ θρῆνο ἕτοιμες
καὶ γιὰ χαρὰ
ἕτοιμες ὅμοια


β’


Σὲ στρῶμα δὲν πλαγιάζουν
δὲν ἀκουμπᾶνε
Ψηλά ἔξω ἀπὸ χῶρο ὀνειρεύονται
Καὶ τὸ καλύβι ἕνας χαλκὰς καὶ δόσιμο γιὰ βέρα
Μισὸ τὸ σῶμα τους ἐδῶ
σὲ ξενιτιὰ τὸ ἄλλο
Χωροφυλάκοι πάλι στὸ κατώφλι
μὲ τὸν σταυρὸ τῆς Πασχαλιᾶς καὶ τὴν πιστόλα
μὲ πέντε τάφους παραμάσχαλα
τέσσερα τρίμματα ψωμιοῦ στὴ τσέπη
τρεῖς ἀποφάσεις στὸ χαρτὶ δυὸ χειροπέδες
κι ὁ πόνος
πόνος

Μὲ ἄδεια χέρια βγαίνουν
Χαρτιὰ γραμμάτια φοβέρες ὑποθῆκες
Νά
Δὲς τη    μαραζωμένη ἡ κυδωνιά
τὸ μαῦρο τὸ κεράσι
χαλασμένο
Γιόκα μου ἐγὼ τὸ ἀλέτρι σέρνω καὶ τὴ σκιὰ τοῦ ἀφέντη
στὸ χωράφι ἀπὰ στὴ σβάρνα
Σὰν θὰ μοῦ πάρεις ἀπ᾽ τὸ τίποτα πεθαίνω

Μὲ ἄδεια χέρια βγαίνουν
ὁρμηνεμένα βλοσυροί γινατεμένοι
Στά χέρια τους φυτρώνουν
φίδια φυτρώνουν
ἀχαμνὰ κονάκια στὴν ψυχὴ τους
Ὡστόσο ἡμερεύουν

κι εκείνη φέρνει τὸ καλὸ τὸ πιάτο
τὸ τσίπουρο στὸ γυαλικὸ
καὶ τὸ ζεστὸ καλαμπολόψωμο γιὰ νὰ τοὺς ματαξαναπεῖ
πώς χάθηκε ὁ ἄντρας της
καὶ δὲν χρωστάει στὴν ψυχή του ἡ ἔρμη ἄλλο
ἀπ᾽  τὴν κοτσίδα τὰ μαλλιὰ
στὸ εἰκονοστάσι μὲ τὰ στέφανα


γ’


Δυὸ μῆλα δυὸ μπουκιὲς ψωμὶ
ποὺ εἶχε ἀφήσει ἡ μάνα πάνω στὸ τραπέζι
μὲ μιάν ἐλιὰ
Τὰ φουστανάκια μας καλὰ στεγνὰ στὴν ἄκρη
γιὰ τὸ σχολειὸ
καὶ τὸ καυσόξυλο γιὰ τὴ δασκάλα
ἕτοιμα
Μὰ λείπει ἡ μάνα
    τί νὰ τὴν κάνω τὴν κορδέλα
σὰν μὲ πνίγει
Τὴ μάνα θέλω
Τὴ μάνα θέλω
νὰ τὴ λύσει


δ’


Ἡ μάνα  στὸ κρεβάτι
δὲν παίρνει ἀνάσα

ἕνα ποτάμι ὀρθὸς καημὸς ὣς τὴ ἐξώθυρα

ὥς πέρα στὸν γκρεμὸ


ε’


Μιά στὸ μποστάνι μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιά της
μιά χλόη
ἕνα ποτάμι μιά βροχὴ ὁλοῦθε γύρω ἀπὸ τὸν κῆπο
Τὴν ἄλλη ἕνα κοπάδι πρόβατα
πίσω ἀπ᾽ τὸν φράχτη
Ἦταν σοῦ λέω
ἦταν  ἡ μέρα ὅλη μιά στιγμή
ὁ λόγγος τὰ πολιορκημένα σιτηρὰ στ᾽ ἀμπάρια
ἡ ὡραία Ἐρμιόνη στὰ κατάλευκά της
τὰ χίλια ἄλογα ποὺ σύρανε βουνὰ
τὰ χίλια ἄλογα  ποὺ πῆραν τὸν πατέρα πεθαμένο
γιὰ νὰ τὸν πᾶν’ στὰ Γιάννενα


                                             στ΄

΄Τοιμάζονται νά σφάξουν τό βαθύ τό αἷμα
Νά λαξοπελεκήσουν τά πλευρά
τοῦ ὄρους   
Νά τ΄ἀποθέσουνε στήν πύρα ἐπάνω
τῆς ψυχῆς τους
καθώς ἀπ΄τό ἡφαίστειο ἀναδεύουνε ίσκιοι λαμπροί
γιά ν΄ἀνασάνουν λαγαρόν αὐγερινό
τοῦ ἀποθαμένου τήν ἀνάσα

Ἐκεῖθε τά λιγνά πλευρά τῶν πεθαμένων
Ὅσων ἀκόμα ἀλυχτᾶν στό Σούλι
Ὅσων πηδᾶνε ἀϊσκιωτα ἀπό πηγάδι σέ πηγάδι
Στίβουν τό ἀναπάντεχο νερό
Δένουν στόν κόμπο τῆς Ἤπειρος τά σπλάχνα
Σβῶλο τά κάνουν
Bίγλα στό φρύδι τοῦ ὁρίζοντα

Σωρός τά ξύλα στήν αὐλή    
μέ τόν σαπίτη
μέ τή δεντρογαλιά καί τό κονάκι
στόν λήθαργο      
στήν τσέπη τοῦ χειμώνα

Χιόνι μεγάλο ἔρχεται     
ἀσήκωτο
Κιόλας ἀκούγεται ἀπό τά μακρινά
τραχύ τό βογγητό τῆς ἀγκαλιᾶς πού πάει
νά σμίξει
Γυρνᾶν στή ρίζα τους τά δέντρα
Χορεύουνε τόν γύρο τῆς καρδιᾶς τους    
Τόν θάνατο ἀναπαριστοῦν χαρούμενα
μέ ρίζα ἀπ’ τόν λυγμό κομμένη     

Σφιχταγκαλιάζουν αἷμα τά κλαριά   
ἀνάβουν τά δαδιά τους ὅλα
Φυσᾶνε στό κλαρίνο χέρια δάχτυλα λυγμοί ἀνήφορος
Φυσᾶνε σ’ ὅλα τά μεριά
ὁλοῦθε
γιά νά διαβεί το ψίκι μέ τόν χάρο

Ἔρχονται τότες φίλοι κι΄ ἄλλοι
νά μολογήσουν τήν καλή κουβέντα    
νά πιοῦνε τό ρακί
Φτύνουν στή χούφτα ροζιασμένη τήν εὐχή         
Καί φτύνουν τρίς πρός ὅλες τίς μεριές
τοῦ κόρφου τους
να μήν μᾶς ἀνταμώσει ἐδώ πάνω ὁ Ἄδης
Και το ξορκίζουνε μέ τοῦ στανιοῦ τόν λόγο
μέ τά καμώματα τῆς μυγδαλιᾶς
στά ἄσπρα της φουστάνια     καί στά ρόδινα

Ἄγαρμποι    ἀφτιασίδωτοι 
μόλις ροβολημένοι ἀπό τίς λίπες
φουμάρουν τά μουστάκια τοῦ καλαμποκιοῦ
φουμάρουνε τῆς γῆς ὁλάκερης τον ἴλιγγο
Σέ κάθε χῶμα        σ΄ ὅλα της τά βάθη
ἀναριγούν
Σφαδάζουνε στόν κάθε στεναγμό της
Γιά ν΄ ἀκουμπήσουν ὕστερα ἀέρινα στό χῶμα
σέ γῆ πού ντύθηκε στ’ ἀνθρώπινα
καί σεργιανᾶ
τρελή χορευταρού στή σερνική τή νιότη
ἔμπροσθεν
                                
Καιρός χειμώνας  
Ἄπειρος

Ἐκειός
μέ κοντομάνικη φανέλα
Τό στῆθος δάσος κουμαριές ἀλλοπαρμένες
νά αἱμορραγοῦν ἀπ’ τόν καρπό κόκκινη μέθη
Δάχτυλα ἴσαμε τό σπυρί τοῦ ἀφαλοῦ τῆς γῆς
καί πρόσωπο ἄφοβο στόν ἥλιο
σταχυολογοῦσε τῆς μέρας τά καμώματα
Ἄρμεγε βροχές ἀπ’ τό πολύ ἀψηλά τό σύγνεφο
Μετροῦσε τίς ξερακιανές ρωγμές στόν πάτο στό πηγάδι
ὁπού εἶχε λέει κατηφορίσει φάρες καί φάρες
ὥσπου νά ΄βρεῖ τό ἄκριντο νερό        τό ἀμίλητο
τό πετρωμένο αγερικό
γιά νά τό πιεῖ       νά γιάνει
ὁ ἔρωτας

Καί ήταν πάλι
μέσα σέ τούτη τήν ἀχλή ὀρθός
Στο διάβα των ψυχών ξανά ὁλόρθος 
Ἐλαφροπετάει τή μιά ἀπό βουνό σέ ράχη
Ὕστερα ἐρωτοφιλεῖ τόν ἥλιο
Ἐνδύεται κατάσαρκα τους δρόλαπες
Ποδένεται ὅλης τῆς θάλασσας τό ρίγος
καί δράμει νά κουρνιάσει
στ΄ ἀντραλεμένα γένεια τοῦ θεοῦ

Στούς ἴσκιους πού χαράζει ἀνάμεσο
τά φτερωτά τά ἄλογα
στά κυριακάτικά τους
καί ἡ βηματισιά ἀπ΄τίς ψυχές
ὅσων ὁ Ἀχέροντας ἀρνήθηκε νά βρέξει

Ψηλόλιγνες γυναῖκες κυπαρίσσια
γνέφανέ του
Ἄλλες  καμώνονταν τό δέντρο
Τή στιβαρή δεσιά στά ἄσπρα καί μέ τά φτερά
στό ἀπανώχειλο τοῦ λάκκου
Ἄλλες ἦσαν ἰτιές      ἦταν ἀνθοί
καθώς ὁδεῦαν ἄδουσες στήν κρήνη
καί ἴσα πού φύσαγε στό διάβα τους
ὁ ψίθυρος 
 
Θώπευση τρυφερή       κρυφό φιλί
καλοστρωμένη ἀτσάλα

Στά πόδια του λησμονημένος ὕπνος
ἀνάδινε ἐρωτικά τριφύλλια

Ἄ! πῶς εἶν΄ ὁ θάνατος ὅμοια ἡ ζωή
Πῶς εἶναι ἡ ζωή θανάσιμη ἐδῶ πέρα

Τό βλέμμα της
ἀράγιστο ἴσαμε τώρα
λές
τῆς  μάνας πού τόν ἔκλαιγε ἀκόμα

    
                                           ζ΄

Τόν ἐμαζέψανε σηκωτό ἀπό τήν κλίνη γιά τό νιβορό
Ἄλογο μαῦρο καί βαρβάτο ἔστεκε ‘κεῖ
καί κίνησαν

Δαδί λαμπάδιαζε γενναία στά σωθικά του
Ἥλιος μεσουρανίς καί πυρκαγιά ἀνηφορίζανε στό στέρνο
Σιγόκαιγε χλωμό κερί στή σωθική σπηλιά
κατάτρωγε τό μέλι
τό πού εἶχαν ἀποθέσει οἱ εὔμορφες
Ὅσες χαράξανε τό παρελθόν στά μέσα του
Ὅσες ἐφέρνανε τήν κούπα      τό γυαλί
ἀπό τήν ἄλλην ἄμμο τή βουβή      μέ τό πολύ νερό
καί μέ τήν προφητεία

Θά τόν πηγαίνανε κατόπιν γιά γιατρειά
Στούς νεκρομάντεις θά τόν ἐπαρέδιδαν
Νά ἰδεῖ τοῦ Ἅδη ὁ ὀφθαλμός     ὁ μόνος
Ἄν εἶναι ἀπό τά μέσα ἡ ἀρρώστια
ὁπού ὠθεῖ χολή καί πίκρα
ἤ μήπως σήμανε ἑσπερινό ἡ Ἄνοιξη      κι εὐθύς
ἐκίνησε ὁ Χιονιᾶς
Μήπως ἀδράττει ἡ ρίζα τό φαρμάκι      μήπως
καί σέπεται ὁ μονόποδος σακάτης κόσμος
ὅταν ριζά ἀναδύεται Ἀμαρυλλίς τετράπουσσα
μέ ἔρωτες
μέ τά τσαλίμια
καί μέ καθρέφτη στή θάλασσα τοῦ Μούρτου
Καί τά ξωκλήσια ὅλα ἀπό κοντά σάν ὄνειρο
σάν τούλι
ὀκτώ ἀντεστραμμένο σάν σιαμαῖα μηδενικά
πού πάει νά ὁμοιάσει τό ἑπόμενό του σύμπαν
Ὅταν ριζά τῆς λογικῆς ἡ κορασίς
τινάζει ἀπ΄ τό κορμί της θάλασσα
Μήπως

Ἁπλώνανε τά γένια τούς ὥς κάτω
σοφοί τε ἱερεῖς καί μάντεις
λίγο πρίν ἀναδέψει ἡ χθόνια φωτιά
Κι ἀναρριχοῦνταν λυγερές ψυχές
τρίχα τήν τρίχα    πρίν νά καοῦν στή φλόγα
πού ἀνάδευε ἀπό τά κάτω ὁ κόσμος
πρίν λιανιστεῖ τοῦ νεκρομάντη ἡ πέτρα
σέ πεφταστέρια πρίν

Καί ἔδωσαν περισσά ἀπ’ ὅ,τι λάβανε
Καί χαϊμαλιά ἀργυρά καί συμβουλές χρυσές

Εἶχε διαβεῖ ἀγκάθι ἀπό ρόδο τήν καρδιά του
Κι εἶχε κακοφορμίσει ὁ ἔρωτας ἀγιάτρευτα

Ἀπάνω σέ λιθάρια ἀποσταμένα
ἕνα γύρω
ἐσπάραζαν φλογέρες



VI

α’


Βουνὰ ψηλά
σκυλιὰ στοὺς ἴσκιους τῆς βελανιδιᾶς
κάτω ἀπ᾽ τὸ σύννεφο τὴν ἔγνοια
τὸ φαρδὺ τὸ μητρικὸ φουστάνι
καὶ τὴ γενειάδα τοῦ παπα Κοσμᾶ
φυλᾶνε
ἀφουγκράζονται
Καὶ λύκοι ἥμεροι νὰ περπατοῦν παντοῦ
Ἕνα μακρὺ ποτάμι πεθαμένων ποὺ ξεδιψάει στέρνες
ποτίζει σύμπαντα καὶ θρέφει  παραμύθια
Βρέχει τὰ ὄνειρα
βρέχει τὴ δίψα τῆς παρθένας
συνθέτει μουσικὴ ἀπ᾽ τα χείλη της
Μιά πυρκαγιὰ μὲ τὸ ζευγάρι δάκρυα
πού καρφιτσώνονται συνήθως στὸ χαρτὶ
ὡς τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶ καὶ δι᾽ ὑμᾶς
Λύκοι τσακάλια ἀπαντοχὴ χειμώνα
Λύκοι μαγάρισαν τὸ χιόνι
τοῦ καλοῦ ἡ προσμονὴ

οἱ λύκοι τὰ μαραγκιασμένα μῆλα
Πίσω ἀπό τὴν παλιά κασέλα
πεντακάθαρα
ὁ ξενιτεμένος


β’


Μές ἀπ᾽ τὴν τρύπια στέγη
κι᾽ ἀπ᾽ τὰ λαγούμια τῆς ἀπαντοχῆς
ὁρμητικός βοριὰς τὸ χνῶτο
αὐτοῦ ποὺ μίσεψε
αὐτοῦ ποὺ γνέφει ἀπ᾽ τὰ πολὺ μακριὰ
πρόσωπο βαθιὰ μέσα στὸ λαγαρὸ νερὸ
ὅταν ἀπεγνωσμένα προσπαθεῖ νὰ εἰπεῖ
νὰ μολογήσει
Ὁ πεθαμένος ποὺ βαθιὰ ἀπ᾽ τὸ χῶμα
πασχίζει νὰ μεριάσει τόπο νὰ σαλέψει
νὰ ᾽βρεῖ τὸν δρόμο γιὰ τὴν πεθαμένη μάνα
και για τὴν κορασίδα
Τὴν καλή του

ἀγέρας νότος καὶ βορρᾶς
ἀγερικὰ



VIΙ

α’


Βρέχει ἐδῶ
Δακρύζει ὁ οὐρανὸς ὅλη τη μέρα
Ὡραῖα περίεργα ὄνειρα  στάζουν τὰ σύννεφα
Κολλᾶνε εὐθὺς  στῆς γῆς τὴ σάρκα
Μέσα στὸ βράχο τῆς καρδιᾶς της κάνουν μπὰμ
ἐκρήγνυνται
σκορπίζονται στῆς Πρέβεζας τὴν ἀμμουδιά
στὰ σκέλια τοῦ Ἀχέροντα
βρίσκουν φωλιὰ καὶ φῶς καὶ χρῶμα χῶμα
στὶς χιονισμένες γειτονιὲς καὶ στὶς ἀνθοφοροῦσες
Στοῦ γάμου τὰ καμπαναριὰ κουρνιάζουν
στὴν ἀμασχάλη τῆς αὐγῆς
βρίσκουν φωλιὰ
στὸ μαῦρο χῶμα καὶ στὸ ἄσπρο τὸ λιθάρι
στὸ φαλακρὸ τὸ σῶμα τοῦ βουνοῦ
στὸ δάκρυ τ᾽ οὐρανοῦ στοὺς κεραυνοὺς καὶ στὰ ποτάμια
στὸν κόρφο τῆς καλῆς μὲ τὶς ὡραῖες γαλάζιες φλέβες
τὴ ρόγα τὴ στητὴ καὶ τὴ μοσκοβολιὰ τοῦ μώβ

Βρίσκουν τόπο τά ὄνειρα
καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ τόπου
βρίσκουν


β’


Τὰ ὄνειρα στὴν Ἤπειρο
τὰ δένουνε γερὰ μὲ ἀγράμπελη
ἀπ᾽ τὸ κότσι
καὶ τὰ κρεμᾶνε ἀψηλὰ στὸ σύννεφο
νὰ μὴν τὰ πιάνει πυρετὸς καὶ μύγα

τὰ δένουν μὲ ἀλογότριχες καὶ μὲ γερὴ θηλιὰ
τὸ ἕνα στὸ κατόπι τοῦ ἄλλου
καὶ τ᾽ ἀμολᾶνε ἀπ᾽ τὰ ψηλὰ τὰ ὂρη
μηνύματα στὸν ἄλλο κόσμο
τὸν χρόνους δρόμο μακρινό

μιά κούνια γιὰ τὸ λίκνισμα τοῦ ἀγέρα
καὶ μονοπάτι γιὰ τοῦ λύκου τὴ φωνὴ
πρὸς τὸ φεγγάρι



VIII

α’


Βροχή ἀχαμνὴ κατρακυλάει ἀπ᾽ τὰ ψηλά
Χαλάει τὸν κόσμο ὁ θεὸς
καὶ τὸ βουνὸ
καὶ τὸ βουνὸ βγάζει καπνὸ
καὶ πυρκαγιὰ
δείχνει τὰ σκέλια του ἄγρια ἀναμμένα
φορεῖ τον ἀτιθάσευτο ἄνεμο
κι εὐθὺς ἐτοῦτος δὲν σφυρίζει πιά
μήτε βογκᾶ
μήτε ἀνακουνιέται κἂν στοιχειὸ

τὸ σῶμα του πλαγιάζει ἡδονικὰ μὲ τὸ βουνὸ
στὶς ἄγριες ράχες του πλάθεται ἀεράκι
σφυγμὸς γαλήνιος γίνεται
ἀναπνοὴ σὲ ἥσυχο ὕπνο

σιμώνει πρόθυμος γιατρεύεται

γιατρεύει


β’


Καθεύδουν Μολοσσοὶ
Δίχως χωράφια χωρὶς ἔλεος
γιὰ τὰ σπαρτὰ
Ἀπέραντο τοπίο ἡ δεσιά τους
ἄγριο κι ἀδιάβατο κορμὶ τοῦ Ἅδη
στὴν ἔμβαση πρὸς τὸν ἀπάνω κόσμο
Ἡ ἀνάσα τους ξετρελαμένο χιόνι
Ἀνταριασμένες ράχες ἡ εἰδή τους
Τρεῖς μέρες δρόμο
καί οἱ νύχτες πάλι μὲ περπάτημα
ἡ πατούσα τους
Καπνὸς καὶ σίδερο
κι᾽ ἀπὸ φωτιὰ τὰ πανωφόρια τους
Νύχτα σκουπίζουν μ᾽ ἕνα πελώριο σάρωθρο
ὅ,τι ἔχει καμωθεῖ στὴ μέρα
καὶ μὲ τὸ φῶς πλαγιάζουν καταγῆς
σὰν τὸν σεισμὸ ποὺ ἀπόκαμε
Ἀναζητοῦν  τῆς πέτρας τὸν σφυγμὸ
Βυζαίνουν τὸ νερὸ τοῦ Ἀχέροντα ὅλο



γ’


Στὸ ἔβγα ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ πηγάδι
Βαθύ βαθύ σὰν τῆς ψυχῆς τῆς πονεμένης
τὸ λαγούμι
Μονάχα ἀετοὶ ψηλὰ ἀπ᾽ τὸν γαλαξία
κι᾽ ἀπὸ τὰ νέφη πάνω
καθρεφτίζονται
πετᾶνε τὰ κλειδιὰ τοῦ οὐρανοῦ στὸν πάτο του
ρίχνουν βουτιὰ θανάσιμη
καῖνε φτερὸ στὴ λαγαρὴ κορφή του
καὶ σύναυτα ἀνασταίνονται
ψηλά πανύψηλα
μὲ τὴ φλογέρα τοῦ παπά Κοσμᾶ νὰ σπαρταράει
στὰ νύχια τους

Ἕνα φιλὶ στὴν ἄνοιξη
τὰ ρακοπότηρα ποὺ ἄδειασαν  τὸν ἦχο
τὰ ρακοπότηρα ποὺ στέρεψαν τὴ φλέβα



δ’


Στὸ ἔβγα ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ πηγάδι
Στῆς γῆς τὸ στῆθος θηλασμὸς
σύγνεφο κάτω ἀπ᾽ τὸ χῶμα
Ψηλὰ στὸ στόμα του
τὰ παιδιακίστικα φιλιά μας
Στὸν οὐρανίσκο του
γεννιοῦνται κι᾽ ἀλαργεύουν οἱ μορφές μας
Μέσα του ἀρχινᾶ καὶ χάνεται καὶ πάει
ὁ οὐρανὸς

σὲ τόπια πέρα ἀπὸ τὴ θύμηση
ὅπου ἡ λέξη
ἀρνεῖται νὰ διψάσει



IX

α’


Ἕνα μεγάλο μῆλο κόκκινο
στέκεται στὸν ὦμο κάθε δρόμου
γίνεται τόξο οὐράνιο
ἴσαμε τὴ γειτονιὰ τὴν ἄλλη
Στὴ μέση σῶμα γέφυρες οἱ λάκκοι
Μαλλιὰ ριγμένα ἀντίπερα
Νάσος Νασούλης σήμερα ὁ κόπος
διαβαίνουν ὅλοι οἱ καλοὶ

Καὶ γιὰ τὸν στεναγμὸ
πάλι
ἔχουμε τόπο


β’


Στὴν Ἤπειρο
εἶναι τ᾽ ἀηδόνι
καὶ τὰ σημάδια ποὺ διαβάζονται
στοῦ ἀρνιοῦ τὴν πλάτη
καὶ ἡ κυρὰ  μὲ τὰ φουστάνια καταγῆς
σὰν ἕτοιμα καρπὸ νὰ δώσουν
εἶναι

Δές!
Ἡ εὐλογία ἑνὸς θεοῦ ποὺ δὲν λογάριασε
τὸ δίκιο
ὅταν ἀκούμπησε στὰ ὂρη αὐτοῦ τοῦ τόπου
ἕνα πελώριο κορμὶ
γιὰ νὰ τὸ ξαποστάσει


                        ------------------
                                                         
                                                πίνακας ἐξωφύλλου:  milena zarova
ἐκδόσεις: ἑλλέβορος, 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: