απολογία των δρόμων - (1984)



επιμένω στην αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης
καινούργιων αναπνευστικών συσκευών
και στην κατάργηση της ανευθυνότητας
των τρύπιων στεγών
και των αεροσωλήνων

επιμένω στην ανάληψη των αισθημάτων
από τις τράπεζες ασφαλών καταθέσεων
και στην ταρίχευση των λέξεων
αδιαμαρτύρητα άγνοια υποταγή

επιμένω να μιλάμε πιο συχνά για τη χαρά
που τουφεκίζουν κάθε αυγή
κάτω απ' τους προβολείς των οχημάτων
της ειρηνευτικής αποστολής

πιο συχνά
για τα δάκρυα
των γέρικων δέντρων του ντιεν μπιεν φου

...
μέσα απ' τους χρωματιστούς καπνούς
και τη σκόρπια στάχτη
της υπόστασής σας
στέλνω τις πρώτες συλλαβές
που αυτοσχεδίασα
για τα τραγούδια των αυριανών
παιδιών μας

στέλνω
μέσα από τον ρόγχο
της ερειπωμένης ύπαρξής σας
χαριστική βολή στο θάνατό σας
μια παπαρούνα ολάνοιχτη
κι έναν προς έναν
τους όρκους των θυμάτων σας

σας στέλνω
κι ένα καλοακονισμένο μαχαίρι
για να σώσετε τουλάχιστον
την ιστορία σας

...
Πώς να σου εξομολογηθώ
το τελευταίο μου όνειρο
πώς να σου εξηγήσω
αυτά τα λευκά σεντόνια
και τις στύσεις τους

Στραγγίζομαι σε καταιγίδες
κι σε αιώνες

...
θ' αντέξω
μέχρι την ταφή όλων των κανόνων
μέχρι τη διαλεύκανση όλων των ύποπτων πεζόδρομων
μέχρι να μη χρειάζεται να σε γυρεύω πια
αφού θα σ' έχω μέσα μου ησυχασμένο
και θα ‘χει διασταλεί το σύμπαν σε μια τόση δα καρδούλα
μέσα στην απεραντοσύνη των ποιημάτων

και τότε πια
δεν θα διστάσω να κρατήσω την πνοή μου
ίσαμε τον ύστατο σπασμό
των λέξεων

...
ενεξιχνίαστα
έντιμος
και διάφανα ύποπτος για κάθε καλό φίλο
οδεύω τώρα

πάντα ανύποπτος
για το συμβάν

...
τελευταία σύσπαση στη μήτρα της γης
κάτω απ' τον οίκτο των δρυών

ένα κουβάρι γαλαξίες
τιναχτήκαμε στη μέρα

ατυχές γεγονός

...
εξερράγης
μέσα στην ερμητική σιγή της μοναξιάς σου
κυνηγημένος από λίγο φως
που ξέφυγε απ' τα ερειπωμένα πεζοδρόμια
και τους θαλάμους με τις σκοτεινές
φιγούρες

ήσουν κι εχάθης ένα τίποτα

τα όνειρα σε μνημονεύουν
όλο και πιο αραιά

...
θα σε ξαναβρώ

όταν θα ‘χεις ξεπεράσει
τα ποιήματα
δρασκελώντας τα με μεγάλες μαχαιριές

...
κι όταν θα μοιράζεσαι
φωνήεν προς φωνήεν
στους διαβάτες
θα ‘χει διαβεί η ιστορία
σε μια νύχτα
θα ‘χει ισοπεδώσει τη σιωπή
θα ‘χει βάλει κουστούμι και γραβάτα
και θα σεργιανάει στους δρόμους
αλητεύοντας

τότε
πια
θα ‘χεις χωνευτεί στα όνειρα
ανεπανόρθωτα

...
τα δέντρα ταξιδεύουν με ταχύτητα εκατό χιλιομέτρων την ώρα
κι εσύ καθισμένος σταυροπόδι πάνω στην καθημερινή αναφορά σου
αρμολογείς τις κομματιασμένες φλέβες σου

θα πετάξεις το σχοινί ψηλά να θηλιάσεις τον ήλιο
και θα κρεμαστείς αιρούμενος πάνω
πάνω απ' τις συνεστιάσεις των ποιητικών σωματείων βουλιαγμένος
βουλιαγμένος στον πόνο των ανθρώπων

η μέρα θα σε βρει σε πλήρη αποσύνθεση να βρωμάς ανθρωπίλα
να κάνεις εμμετό πάνω στην ανυποψίαστη ησυχία του κόσμου
και δεν θα υπάρχουν πια οι λέξεις
να ξεπλύνουν το πρόσωπο της γης
και να το σώσουν

αν καταφέρω ν' αναπνεύσω θα ‘ρθω
να σου σφίξω το χέρι

...
τι νόμισες πως ανασαίνουν
τα λουλούδια

ό,τι κι αν πεις
θα σε διεκδικούν αυθαίρετα
σαν θα ξεπροβάλεις μίσος και μίζερος
απ' τον ατέλειωτο λαιμό
των καπνοδόχων

...
ευτυχώς
υπάρχουν
τα ημερολόγια της μνήμης
και τα ηφαίστεια
που δεν νικήθηκαν ακόμα

ακριβέ μου

...
καταμεσίς στο κατάμεστο στάδιο
καρφωμένος στο σκληρό σανίδι
μιας καρέκλας
ένοιωσα για πρώτη φορά
τη δυστυχία
των προβολέων

...
από παντού σιμώνουν οι οροφές

όταν κάθε βράδυ
αφήνεις να φεύγουν οι τοίχοι
από τα χέρια σου
είναι που δεν ξέρεις αν θ' αναρριχηθείς κι εσύ
η κάτι τέτοιο
αλοίμονο

αποφάσισε πια
γύρνα τη ζωή μπροστά

να εκτιναχτούμε παντού
απεριόριστοι

...
οι ευχές σου εξόκειλαν
στα μακρυνά σκέλια της νύχτας
οι απουσίες
απαγχονίστηκαν εκ περιτροπής
παρουσία
συντρόφων και
συντρόφων

χορδές και νότες
διυλίστηκαν σε χάη

να σε σκεπάζουν στοργικά
σαν κιθάρα με ανοιχτή κοιλία
που μόλις γεννοβόλησε


ΑΠΟΣΤΑΣΗ

αυτή
ανάσανε την τελευταία χαραμάδα
από τη μέρα
και κίνησε για το καφεπαντοπωλείο
της γειτονιάς

εκείνος
επέμενε
ν' αθροίζει
τα υπόλοιπα

...
Σκούπισε τα γαλανόλευκα δάκρυα σου
Ελένη
και τράβα απαλά τον κοντομάνικο σουγιά
απ' την καρδιά μου

έλα
φίλησέ με ακόμα πιο πειστικά
ησύχασε

δεν θα μπορέσουν άλλο πια
να μας σκοτώσουν

σπρώξε τον καιρό μπροστά
και πες μια κουβέντα για την άνοιξη

κρυώνω

...
την ώρα που κατά τα άλλα δεν συνέβαινε τίποτα όταν δηλαδή μεταφέρθηκε αιμορραγούσα στ' αστυνομικά δελτία
συνέβη ν’ αδειάζει εκεί κοντά ένας το βυτίο με τα πορνό μονολογώντας
θα βρέξει

την επαύριον τα σύννεφα απεργούσαν

...
σημάδεψε ίσα στην καρδιά
της μοναξιάς
και τράβηξε απανωτά τη σκανδάλη

ύστερα
παραδόθηκε
κι υπέγραψε με χέρι σταθερό
την κατάθεσή της για τον φόνο

...
κλείδωσε
χτενίστηκε
κι όρμησε στον μεσότοιχο
με το κεφάλι μπροστά

ο γείτονας άλλαξε σώβρακο
χτύπησε την πόρτα της θαρραλέα

Την ταυτότητά της
την βρήκαν στο τραπέζι της κουζίνας
κομμένη
κομματάκια
με το ψωμομάχαιρο

...
το μαχαίρι
στάλθηκε στη δικαιοσύνη
για τη βιοψία
μα
ωστόσο
ξέρουμε καλά

πριν βάλει την καρδιά της στη σχάρα
την τεμάχισε σε δυο απέραντα ερωτηματικά

...
πέταξε στ' άπλυτα το βραδυνό χαμόγελο
κι αποκοιμήθηκε χωρίς θεούς και απορίες

τα τραγούδια που κρατούσε μυστικά
ξεχασμένα πίσω από ανοιχτά παράθυρα
χαθήκαν

πάντως
κανείς δεν είδε
δεν άκουσε


Σκηνικό

ερχόταν σήμερα η βροχή
την ώρα που τα λεωφορεία ανάσκελα
απόκαμαν να περιμένουν δρόμους

την ώρα που μεθυσμένοι περαστικοί
εγχώριοι αποδημήσαντες
και μη
στριμώχνανε την ξεκοιλιασμένη πολιτεία
προς τα προάστια

αυτή λοιπόν ήταν όλη η ντροπή

...
η άλλη μέρα
δεν ήταν παρά υπόλοιπα εαυτών
και κάποια σκόρπια πεζοδρόμια
που χωνευτήκαν κατά τύχη στις βιτρίνες

Ό,τι μοναχικό απόμενε
σκηνοθετήθηκε αλλιώς

δεν σύμφερε δα να μείνουμε
εμείς κι εμείς

Ποιος θα 'δινε λόγο αύριο

...
δίχως συναναστροφές
η άλλα υπόλοιπα λογαριασμών
και πάλαι φίλων που δεν έμειναν
έκανε το χρέος του
απέναντι στη μοναξιά μας
αυτοκηρύχτηκε
αυτός ο αθώος
ένοχος

...
τελικά δεν είχε πια να πει

είχαν τελειώσει οι διάδρομοι
οι δρόμοι
οι φωτογραφίες
οι ψάθινες καρέκλες
οι αναρχικοί
ο βίος και τα συναφή

και ποιος να κοιτάξει τα χέρια του

...
αυτά τα δάχτυλα που σφίξαν τον λαιμό της μέρας
που σκαρφαλώσανε ψηλά
να 'βρουν τους ορίζοντες
τ' αμετακίνητα βουνά
τα όπλα

που αγρυπνήσανε στην άσφαλτο
λιωμένα
εφτάψυχες τυφλές ταχείες
ανέβηκαν γράμμα το γράμμα
όλες τις δύσβατες φωνές

αυτά τα δάχτυλα
λοιπόν

...
δεν είχαμε πια να φοβόμαστε

ήταν που άδειαζαν οι κινηματογράφοι
και οι κακόφημες συνοικίες όλες
μετακόμιζαν στα διευθυντικά γραφεία
της αστυνομίας

λόγοι εθιμοτυπίας βλέπεις

καθώς όλα τα τετράγωνα ένα γύρω
άναβαν τσιγάρο αμέριμνα

...
την ώρα που τα τηλεοπτικά δελτία
αποσύρονταν σε σύσκεψη
κι ένας μεροκαματιάρης παρελάμβανε
το αυριανό ξεπούλημα
προεξοφλώντας ατάραχος
δέκα ομαδικές δηλητηριάσεις

γι' αυτό κι εμείς είχαμε πει
να ξημερωθούμε ήσυχοι
η τέλος πάντων λιγότερο θλιβεροί
περιμένοντας την απαλλαγή όλων μας
λίαν επιεικώς

Δίχως να λογαριάσουμε τα πρόσωπά μας
και την αντίστασή τους

...
είναι τα χιονισμένα τα ξενοδοχεία
με τις εκ περιτροπής φρουρές
των ταυτοτήτων
και των αδέσποτων ενοικιαστηρίων
το ξημέρωμα

είναι η λιγοστή η αγάπη
που απόμεινε για αύριο κατά το μεσημέρι
να στάζει ανάσα την ανάσα
τις ώρες που δε σβήνονται ποτέ
από αυτή την καθημερινή τη θλίψη
είναι

είναι τα χέρια που μπορούν και λύνονται
οι φωνές που αναλύονται σε δρόμους
οι φωνές που αναλώνονται στους δρόμους
ξεθάβοντας ποιήματα
είναι
κάπου εγώ στιγμιαία
με όλη αυτή την αδυσώπητη παραλία
και με το βλέμμα αυτό
απέναντί σας

...
είναι δηλαδή
αυτές οι ώρες και η τραγικότητά τους
φορτωμένες άρον άρον σε αγοραία
σε λεωφορεία υπεραστικά
και οι αποσταγμένες τύψεις μας
που δεν περίσσεψαν για να μας δικαιολογούν

αυτές οι δικές μας ώρες είναι
που πεθαίνουν ευτυχείς σαν ήρωες
μακριά μας


(εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, Αθήνα, 1984)

Δεν υπάρχουν σχόλια: