΄Ηπειρώτικου΄ συνέχεια

                                                  
Φωτό: Ηλίας Πολυχρονόπουλος
                                                 χάρος ἄπειρος

΄Τοιμάζονται νά σφάξουν τό βαθύ τό αἷμα
Νά λαξοπελεκήσουν τά πλευρά τοῦ ὄρους   
Νά τ΄ἀποθέσουνε στήν πύρα ἐπάνω τῆς ψυχῆς τους
καθώς ἀπ΄τό ἡφαίστειο ἀναδεύουνε ίσκιοι λαμπροί
γιά ν΄ἀνασάνουν λαγαρόν αὐγερινό
τοῦ ἀποθαμένου τήν ἀνάσα

Ἐκεῖθε τά λιγνά πλευρά τῶν πεθαμένων
Ὅσων ἀκόμα ἀλυχτᾶν στό Σούλι
Ὅσων πηδᾶνε ἀϊσκιωτα ἀπό πηγάδι σέ πηγάδι
Στίβουν τό ἀναπάντεχο νερό
Δένουν στόν κόμπο τῆς Ἤπειρος τά σπλάχνα
Σβῶλο τά κάνουν
Bίγλα στό φρύδι τοῦ ὁρίζοντα

Σωρός τά ξύλα στήν αὐλή    
Mέ τόν σαπίτη μέ τή δεντρογαλιά καί τό κονάκι
στόν λήθαργο      στήν τσέπη το χειμώνα

Χιόνι μεγάλο ρχεται      ἀσήκωτο
Κιόλας κούγεται πό τά μακρινά
τραχύ τό βογγητό τς γκαλις πού πάει νά σμίξει
Γυρνν στή ρίζα τους τά δέντρα
Χορεύουνε τόν γύρο τς καρδις τους    
Τόν θάνατο ἀναπαριστον χαρούμενα
μέ ρίζα πό τόν λυγμό κομμένη     

Σφιχταγκαλιάζουν αμα τά κλαριά   
νάβουν τά δαδιά τους λα
Φυσνε στό κλαρίνο χέρια δάχτυλα λυγμοί νήφορος
Φυσνε σ’ λα τά μεριά        λοθε
γιά νά διαβεί το ψίκι μέ τόν χάρο

ρχονται τότες φίλοι κι΄ ἄλλοι
νά ΄μολογήσουν τήν καλή κουβέντα    
νά πιονε τό ρακί
Καί ἱστοροῦν τόν ἔρωτα
Ὅ,τι δέν ἔχει ἀρχή
καί πέρας οὔτε
Ὡσάν  ζωνάρι τοῦ θεοῦ

Φτύνουν στή χούφτα ροζιασμένη τήν εὐχή          
Καί φτύνουν τρίς πρός ὅλες τίς μεριές
τοῦ κόρφου τους
να μήν μᾶς ἀνταμώσει ἐδώ πάνω ὁ Ἄδης
Και το ξορκίζουνε μέ τοῦ στανιοῦ τόν λόγο
μέ τά καμώματα τς μυγδαλις
στά σπρα της φουστάνια     καί στά ρόδινα

γαρμποι    φτιασίδωτοι 
Μόλις ροβολημένοι πό τίς λίπες
Φουμάρουν τά μουστάκια το καλαμποκιο
Φουμάρουνε τς γς λάκερης τον ἴλιγγο
Σέ κάθε χμα     Σ΄ λα της τά βάθη ἀναρριγούν
Σφαδάζουνε στόν κάθε στεναγμό της
γιά ν΄ κουμπήσουν στερα ἀέρινα στό χμα
σέ γ πού ντύθηκε στ’ νθρώπινα καί σεργιαν
τρελλή χορευταρού στή σερνική τή νιότη μπροσθεν
                                
Καιρός χειμώνας       Ἄπειρος

κειός
μέ κοντομάνικη φανέλα
Τό στθος δάσος κουμαριές λλοπαρμένες
νά αμορραγον π’ τόν καρπό κόκκινη μέθη
Δάχτυλα σαμε τό σπυρί το φαλο τς γς
καί πρόσωπο φοβο στόν λιο
σταχυολογοσε τς μέρας τά καμώματα
ρμεγε βροχές π’ τό πολύ ψηλά τό σύγνεφο
Μετροσε τίς ξερακιανές ρωγμές στόν πάτο στό πηγάδι
ὅπου εχε λέει κατηφορίσει φάρες καί φάρες
σπου νά ΄βρε τό κριντο νερό        τό μίλητο
τό πετρωμένο αγερικό
γιά νά τό πιε       νά γιάνει ρωτας

Καί ἦταν πάλι
μέσα σέ τούτη τήν ἀχλή ὀρθός
Στό διάβα τῶν ψυχῶν ξανά ὁλόρθος  
Ἐλαφροπετάει τή μιά ἀπό βουνό σέ ράχη
Ὕστερα ἐρωτοφιλεῖ τόν ἥλιο
Ἐνδύεται κατάσαρκα τούς δρόλαπες
Ποδένεται ὅλης τῆς θάλασσας τό ρίγος
καί δράμει νά κουρνιάσει
στ΄ ἀντραλεμένα γένεια τοῦ θεοῦ

Στούς ἴσκιους πού χαράζει ἀνάμεσο
τά φτερωτά τά ἄλογα στά κυριακάτικά τους
καί ἡ βηματισιά ἀπ΄τίς ψυχές
ὅσων ὁ Ἀχέροντας ἀρνήθηκε νά βρέξει

Ψηλόλιγνες γυνακες κυπαρίσσια γνέφανέ του
λλες  καμώνονταν τό δέντρο
Τή στιβαρή δεσιά στά σπρα καί μέ τά φτερά
στό ἀπανώχειλο το λάκκου
λλες σαν τιές      ἦταν νθοί
καθώς δεαν ἄδουσες στήν κρήνη
καί σα πού φύσαγε στό διάβα τους
ψίθυρος 
 
Θώπευση τρυφερή       κρυφό φιλί
καλοστρωμένη τσάλα

Στά πόδια του λησμονημένος ὕπνος
ἀνάδινε ἐρωτικά τριφύλλια

Ἄ! πῶς εἶν΄ ὁ θάνατος ὅμοια ἡ ζωή
Πῶς εἶναι ἡ ζωή θανάσιμη ἐδῶ πέρα

Τό βλέμμα της
ράγιστο ἴσαμε τώρα
λές
τῆς  μάνας πού τόν ἔκλαιγε ἀκόμα