Μανωλάδα

Σεργιάνισες μονόξυλο αλέτρι στον αιώνα
Όργωσες τραχύ αδάμαντα της λάσπης
Κι έφερες κλέος ογδονταπέντε γενεών και βάλε  
στη λυγερή την πλάτη της κρανιάς     Και το ’φερες ίσαμε ‘δώ
το τόξο και το βέλος
Το τύλιξες στου Σαμουήλ τα γένια
όπου δεν στέκονται ραγιάδες και φονιάδες

Άει       τώρα τόσο μονάχος
όσο αντάμα ήσουνα χιλιάδες χρόνια
να κυνηγάς κωλοφωτιές με τρύπιες απαλάμες
πάνω απ΄ τα φρεάτια που θάλπουνε τις τύψεις σου
σε βύθη θολερά         στα λύματα
Όπου δεν ανασαίνουν ξωτικά
μήτε από τον ουρανό του νου καταρριχώνται όνειρα
Απλά στην γύρω άπλα η μοναξιά     η μοναξιά      η μοναξιά
Κι εσύ
στα στόμια τριγύρω των φρεάτων  αναζητείς θεό
με τη λαχτάρα πάντα μην τον εύρεις
γιατί δεν θα΄χεις τι να ειπείς    πού ήσουν    πώς      γιατί
Και σαν τον ανταμώσεις
με τον μεγάλο φόβο πώς θα Του ειπείς την καλημέρα
πώς θα την πάρει      αν θα σου τηνε γυρίσει

Τώρα αναρωτάς τις χτεσινές σου έγνοιες
Τάχατες πως δεν ήσουνα που τη μαχαίρωνες τη νύχτα
Τάχα δεν έσφαζες εσύ ολονυχτίς τα όνειρα
Δεν έσκαφτες με την βαριά αξίνα
το τρυφερό γρασίδι όπου απίθωναν τα όνειρα οι αλλοτοπίτες
τα μελαψά τα μαύρα τα τομάρια από τα πέρα
Τάχα δεν ήσουνα εσύ στο χτες σκυφτός
σκυμμένος σήμερα         Τάχα δεν ήξερες         Δεν άκουσες

Καλέ μου εαυτούλη
μοναχικέ μου πετροβολητή
Αγρίεψε την καλημέρα σου αύριο
Σαλέψου απ’ το κάτοπτρο με το γινάτι
Και φτύσε με μέ το φαρμάκι σου όλο
Λιθοβόλησέ με
Άσε με άπνοο     άσε με σακάτη     άσε με αδάχτυλο     
Μουγγό να με αφήκεις σου ζητώ
Μην δύναμαι να γράφω πλέον        να ομολογώ
Γράμματα τόσα στους αιώνες
τόσος ιδρώς          κι από την άροση
ιλύς και πάλι

Μελανή