λαβωμένος σκιος μαρο αμα σέ πορφύρα
βαστάει νταούλι παραμάσχαλα κρατε ρομφαία
Κρατε τόν σο
στήν κκλησία μέ τούς θολωτούς κλωβούς
καί τούς περιστερνες         ρθιος χος     λυγερός καπνός
μέχρι τούς φθαλμούς το πανθ’ ρντος

Καλπάζει τό καρμίνιο στίς κορυφογραμμές το νο του
τι γεννιέται σπρο πρίν κν τό μάτι ζευγαρώσει
φήνει ρίζα πράσινη στά λαγαρά το ορανο
καί στριφοδένει τούλι στόν μερο το ρίζοντα
στς γς τόν τρολο βάνει βλέμμα       ζωγραφίζει

τρέχει μελάνι π΄ τήν ποδιά    κι πό τά νιφτα νειρα
λοθε ο ποταμοί     τά φίδια    τά σοκάκια

δέστε        πό τήν ροφή σταλάζουν φλέβες στό κατώγι
στά πήλινα πιθάρια μέ τούς ποσταμένους ποιητές
στόν δυόσμο         στόν λλέβορο    στά χειμαδιά τς σκέψης

Ψηλά σταυρωμένος το Νταλί  
Ψηλά καί σταυρός τν Φώτων
σέ δατα γκομαχοντα στόν νήφορο


ταν κόμα πρίν τς Εας     πρίν τό δάκρυ της
κροβατν στά τσαμαλίκια το πελάγου
ταν χιμαιροκυνηγός      Τό να βμα του στά δυό
στό γόνατο κομπολυμένο
κέραιος στόν ρωτα      μέ τή μισή καρδιά δοσμένη
Γείτονας μοναχικός  στό θεϊκό κονάκι
Σακάτης λοπληγωμένος
νά σημαδεύει τό φεγγάρι
μέ μιά μπαταρισμένη πατερίτσα

Μπάμ     καί ξεσηκώνονται πουλιά
Γκντίμββ καί νά γεμίζει νος του φτέρουγα

ν μείνω κι λλο λέει
φοβμαι γιά τό τί μέλλει γενέσθαι
ν φύγω τώρα
τρομάζω πού δέν θά ΄χω σκιο
ς βάλω τό δαυλί στό χέρσο σύμπαν
Χαλκό νά σπείρω νά θειαφίζω      Το λοιπο
δέν θά λαλ τά σύμφωνα
Στά σα λέει θά μιλάω στόν Θεό
πό τόν διο γαλαξία φωνή       πό τό μοιο στέρνο

ταν
Τώρα χιόνι προπέρσινο στόν λιο
στραγγίζεται βροχολες καί θλιψολες
ρωτες ποκαμωμένοι στό δημοτικό παγκάκι
μέ τήν ταυτότητά τους στόν κόρφο το Βορέου

κτοτε
σκιος στίς πρώτες τις ράδες τούτου το ποιήματος
Πόνος νήλεος  βαθύς καί τοιχογραφημένος
Καί πετεινά      πολλά πουλιά
νά φτερουγνε μακριά π΄τό προσήλιο της ψυχς μας

Νά μς φήνουν ρφανούς καί δειους