της Φλωρένιας



                                                        
Ὁσάκις βούλομαι
νά διακονήσω τήν ποίηση
στρίβω σέ τσιγαρόχαρτο λαθραῖο
ὅλες τίς ξεραμένες ρίζες τῆς ὀδύνης
και τίς φουμάρω ἀπάνω σέ ψηλές κορφές
Μισός χαμένος στήν ἀντάρα
ὁ ἄλλος μου σχεδόν μισός σκόρπιος
σέ ἀγέρηδες
καθώς μέ παίρνουνε γί ἀλλοῦ
γιά τά λημέρια τους
Καί τό ὑπόλοιπό μου
ἁλάτι ἀπάνω σέ γαλάζια πέτρα
στή λεία τή στορύνη
γιά νά τό γλείφουνε τ’ ἀγρίμια τοῦ βουνοῦ
καί ν’ ἀνεβάζουνε τοῦ ἵμερου τά γράδα
Κάθε πού λέω νά κουβεντιάσω
μέ τόν μακρυνό παππού
τοῦ Ὀδυσσέα τόν ἀνάδοχο
γυρίζω τά λιθάρια ἀνάποδα
Ἀναζητῶ τῆς γῆς τό κάλεσμα
Τήν ὑγρασία της
τόν ἀναστεναγμό της
Γυρεύω μίτο καί φωνήεντα
μέσα στά πέλαγα
τά πού ἀνταμώνουν ὡσάν πεντόβολα ἀπό ἄστρα
στήν ἐκβολή τοῦ σύμπαντος
Κάθε πού φύεται καινούργιος ὁ λυγμός
σπεύδω νά κάνω ἴαμα τό δάκρυ του
γιά νά κεράσω ἄλλη μιά γύρα
τούς προδομένους καί τόν ἔρωτα

Διάκονός του τε


καί διακονιάρης