Δέν εἶναι ἡ ποίηση ἡ στίλβη
τῆς ἀσχήμιας
καί στό κατέβατό της τό ἀνάχωμα
μήτε
Εἶναι τό δίστομο
πού ἀναγυρνά τό δέρας τῆς ὀδύνης
Καί τό κρεμάει κατάντικρυ στόν ἥλιο
σέ φῶς  ἀντάρτικο
σκιάχτρο γιά χαλασμένους στίχους
καί γι’ ἀλυχτίσματα λύκων
πού ἐγεράσαν νά ἐπιμένουν
στίς ἀφύλαχτες τοῦ νοῦ διαβάσεις
Εἶναι ἡ κερκόπορτα
γιά τήν ἅλωση τῆς ἀπελπισίας
ἡ φωτεινή ἡ χαραμάδα
γιά τήν ἔμβαση στόν σκοτεινό της ἅδη
ὁ Ἀχέρων
φίλαυτος φιλόψυχος

ἐγώ ἐνδεδυμένος κυριακάτικα
μέ τό κερί στό χέρι

τῆς ψυχῆς μου