Μαρος κατράμι τ καταγωγ   
πό τό βγα μήτρας σκοτεινς πρωτόειδα φς
λάρυγγάς μου
μοια το λέοντα βρυχται
ρεκάζει σάν τό λαβωμένο λάφι

Λευκός τό δέρας πό πλευρς πατρός
πίσσα ψυχή σάν τς μάνας τς χαροκαμένης παλάμη
καθώς γυρνάει π’ τά λιόδεντρα κι πό τά στέρφα τόπια

Σακάτης πό χέρι      κουτσός πό ποδάρι
Τείνω φωνή στήν κάθε τή γωνιά στήν κάθε γλώσσα
Λειψό πλώνω χέρι γιά νά ‘βρω δάχτυλα νά βρ φή
Νά ΄βρτό τέρας στή φωλιά
καί στό γκαβό τό σπρο τι πάνω    η-Γιώργης
μεσ’ πό θωρακισμένα τζάμια τό τόξο νά λυγίσω
το κορμιο μου
νά στείλω δόρυ καί φαρμάκι καί φωτιά στή γλώσσα του

πό κοντά νά πι τό μαρο τό κρασί καί τό λευκό νάμα
καί νά τσιμπήσουμε μαζί τή φτωχική λιά
μέ ὅλου το κόσμου τά τομάρια